- ρουνικός
- -ή, -όαυτός που είναι γραμμένος με τους ρούνους: Πολύ λίγα δείγματα ρουνικής γραφής σώθηκαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρουνικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ρούνους (α. «ρουνική γραφή» β. «ρουνικό αλφάβητο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ρούνοι. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek